Αξίζει τον κόπο να σπουδάσω;

του Στράτου Στρατηγάκη

 

Δημοσιεύτηκε 7/4/2007

 

Η αλήθεια είναι ότι οι σπουδές κοστίζουν σε χρόνο που χάνεται και δεν εργάζεστε, χρήμα που ξοδεύει η οικογένειά σας και κόπο που καταβάλλετε για να ολοκληρώσετε τις σπουδές σας. Θα προσπαθήσω να αναλύσω όλες τις παραμέτρους του προβλήματος ώστε να μπορέσετε να πάρετε τις σωστές αποφάσεις.
Αν ζούσαμε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ των 25 εκτός από την Ελλάδα μας, θα σας πρότεινα να υποβληθείτε χωρίς δεύτερη σκέψη στις θυσίες που απαιτούν οι σπουδές. Το γιατί μπορείτε να το δείτε στον πίνακα 1, που μας δείχνει την ανεργία στις χώρες της Ευρώπης των 25 ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο. Τα στοιχεία προέρχονται από τη Eurostat.

Πίνακας 1

Εκπαίδευση

Ποσοστό ανεργίας

Μέχρι και Γυμνάσιο

11,4%

Μέχρι και ΙΕΚ

8,1%

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

4,6%

Βλέπουμε ότι η υψηλή εκπαίδευση σημαίνει χαμηλή ανεργία. Αυτό δυστυχώς δεν ισχύει στην Ελλάδα μας. Το γιατί θα το δούμε παρακάτω. Το θέμα είναι ότι η ανεργία των πτυχιούχων στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερη.  Η ανεργία δυστυχώς είναι η μία μόνο όψη του προβλήματος. Η άλλη του όψη είναι η ετεροαπασχόληση. Η εργασία δηλαδή σε αντικείμενο που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο των σπουδών μας. Όταν ένας γεωλόγος εργάζεται για παράδειγμα ως ταξιτζής, τότε μιλάμε για ετεροαπασχόληση. Είναι προφανές ότι ο συγκεκριμένος γεωλόγος αισθάνεται ότι άδικα υποβλήθηκε σε όλες τις θυσίες που απαιτήθηκαν για να σπουδάσει, αφού αχρησιμοποίητες μένουν οι γνώσεις που με τόσο κόπο απέκτησε. Νιώθει ακόμη το αίσθημα της επαγγελματικής αποτυχίας αφού καθημερινά βλέπει πως άλλα σπούδασε και αλλού εργάζεται.

Το κόστος των σπουδών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας οι σπουδές σε άλλη πόλη κοστίζουν 1 δις € το χρόνο στις Ελληνικές οικογένειες. Αντίθετα οι σπουδές στο εξωτερικό κοστίζουν 300 εκατομμύρια € το χρόνο. Ο αριθμός των φοιτητών κάνει τη διαφορά, παρ’ όλο που οι σπουδές στο εξωτερικό είναι ακριβότερες. Κάθε οικογένεια ξοδεύει περίπου 10.000€ το χρόνο για κάθε φοιτητή που σπουδάζει μακριά από την οικογενειακή εστία. Το συνολικό κόστος μέχρι την απόκτηση του πολυπόθητου πτυχίου ξεπερνά τα 40.000€. Πρέπει λοιπόν οι σπουδές να αξίζουν τον κόπο για να έχει νόημα η προσωρινή μετανάστευση και το κόστος. Αξίζουν τον κόπο σημαίνει ότι εκπληρώνονται οι στόχοι που έθεσε ο φοιτητές για τις σπουδές του. Οι στόχοι αυτοί δεν είναι απαραίτητα οι ίδιοι για όλους.

Πτυχίο να’ ναι κι ότι να’ ναι.

Μέχρι και τη δεκαετία του 80 αρκούσε ένα σχεδόν οποιοδήποτε πτυχίο για να βρει ο κάτοχός του εργασία. Τώρα πια τα πράγματα άλλαξαν. Η δυσκολία εξεύρεσης εργασίας ωθεί τους πτυχιούχους στην αναζήτηση μεταπτυχιακών σπουδών. Έκρηξη σημειώνεται στη ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές και τα πανεπιστήμιά μας ανταποκρίνονται δημιουργώντας συνεχώς καινούρια προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών. Ήδη τα προγράμματα ξεπέρασαν τα 400 και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές τους 65.000. Να θυμίσουμε εδώ ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών δεν είναι δωρεάν στα Ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια. Έχουν δίδακτρα, ευτυχώς όχι όλα και όχι ακόμη ακριβά.
Καθώς η ανεργία και η ετεροαπασχόληση αυξάνονται η λογική, που επικράτησε μέχρι πριν λίγα χρόνια, «πτυχίο να’ ναι κι ότι να’ ναι» δεν μπορεί να σταθεί πια. Αντίθετα εκτός από πτυχίο με «αξία» χρειάζεται κι ένα μεταπτυχιακό.
Δυστυχώς κάποιοι γονείς ελπίζουν ακόμη ότι με ένα οποιοδήποτε πτυχίο θα το βολέψουν το δικό τους παιδί γιατί έχουν τα… μέσα. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι κάποιοι απ’ αυτούς το καταφέρνουν καταρρακώνοντας βέβαια κάθε έννοια αξιοκρατίας και ισονομίας. Αν είστε από τους τύπους που δεν θέλουν να στηρίζονται στις πλάτες άλλων, καλό θα είναι να προσέξετε τι θα σπουδάσετε.

Η στρέβλωση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Από τους 20.000 εισακτέους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αρχών του 80 φτάσαμε στους 82.000 εισακτέους το 2000. Η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δυστυχώς όπως τα περισσότερα πράγματα στην πατρίδα μας, έγινε χωρίς πρόγραμμα. Επικράτησαν λογικές βολέματος ημετέρων καθηγητών, αναζωογόνησης της περιφέρειας, εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων και άλλες. Ιδρύθηκαν έτσι τμήματα των οποίων οι απόφοιτοι έμειναν χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα, άλλα τμήματα ιδρύθηκαν για να εξυπηρετήσουν οι απόφοιτοί τους μία συγκεκριμένη έλλειψη επιστημόνων και όταν η αιτία ύπαρξής τους εξέλιπε, αντί να μειώσουν τον αριθμό των εισακτέων τους αυτά συνέχισαν να παράγουν πτυχιούχους σε… αδιέξοδο. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Το τμήμα κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου ιδρύθηκε το 1984, ταυτόχρονα με την εισαγωγή του μαθήματος της κοινωνιολογίας στα σχολεία. Επιτακτική ανάγκη λοιπόν οι καθηγητές να το διδάξουν, ανήκε μάλιστα και στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα των τότε δεσμών. Πράγματι οι πρώτοι απόφοιτοί του διορίστηκαν αμέσως ως καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα χρόνια πέρασαν, το μάθημα σταμάτησε να είναι πανελληνίως εξεταζόμενο, διδάσκεται ακόμη στα σχολεία συνήθως από φιλολόγους αλλά τα τμήματα κοινωνιολογίας έγιναν τρία: στη Μυτιλήνη, το Ρέθυμνο και την Πάντειο φυσικά. Οι εισακτέοι κατ’ έτος είναι 555 φοιτητές. Οι ανάγκες πτυχιούχων κοινωνιολογίας στην αγορά εργασίας, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, είναι γύρω στους 70. Οι υπόλοιποι πτυχιούχοι τι θα γίνουν; Θα είναι άνεργοι ή ετεροαπασχολούμενοι. Στον αντίποδα δεν υπάρχει ακόμη στην Ελλάδα πανεπιστημιακό τμήμα για τον τουρισμό.

Η στρέβλωση που δημιουργείται από τον αριθμό των εισακτέων.

Ο αριθμός των εισακτέων ορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας μετά από εισήγηση των Ανώτατων ιδρυμάτων. Τα Ανώτατα ιδρύματα λόγω της υποχρηματοδότησης και των ελλείψεων σε υποδομές εισηγούνται μικρότερο αριθμό φοιτητών από αυτόν που τελικά εγκρίνει το Υπουργείο Παιδείας. Το Υπουργείο Παιδείας όμως χρησιμοποιεί τον αριθμό των εισακτέων για να κάνει πολιτική. Με την καθιέρωση της βάσης του 10 τα περιφερειακά ΤΕΙ άδειασαν από φοιτητές. Το 2007 το Υπουργείο περιόρισε δραστικά των αριθμό των εισαγομένων στα κεντρικά ΤΕΙ Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, ελπίζοντας να γεμίσουν τα ΤΕΙ της περιφέρειας. Τα προηγούμενα χρόνια μειώθηκαν οι θέσεις στις περιζήτητες σχολές και αυξήθηκαν οι θέσεις στα χαμηλής ζήτησης τμήματα της περιφέρειας. Αυτή η τακτική έχει ως συνέπεια άλλο να θέλει να σπουδάσει ο υποψήφιος και αλλού να βρίσκεται, αφού προτεραιότητα έγινε να γεμίζουν τα περιφερειακά ΤΕΙ κι όχι να σπουδάζουν οι φοιτητές αυτό που επιθυμούν. Δυστυχώς από τις 82.000 θέσεις θεωρητικών εισακτέων, λόγω της βάσης του 10, λίγες είναι πια αυτές που οδηγούν σε πτυχίο με «αντίκρισμα» στην αγορά εργασίας. Είναι πιστεύω προφανές ότι η «αξία» του πτυχίου δεν επιτυγχάνεται με την εντατικοποίηση των σπουδών και την αποπομπή των «αιώνιων» φοιτητών, αλλά με τη σωστή οργάνωση των σπουδών και την κατανομή των εισακτέων.
Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει την ανεργία και την ετεροαπασχόληση ο υποψήφιος φοιτητής είναι η σωστή επιλογή σπουδών.
Οι προηγούμενες στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας τα τελευταία 25 χρόνια είναι που έφεραν την Ελλάδα μας πρωταθλήτρια στην ανεργία και την ετεροαπασχόληση πτυχιούχων στην Ευρώπη.

Τελικά αξίζει τον κόπο να σπουδάσω;

Αν είναι να σπουδάσετε οτιδήποτε, απλά για να πάρετε ένα οποιοδήποτε πτυχίο, σίγουρα όχι. Αν είναι να σπουδάσετε κάτι που σας ενδιαφέρει και έχει αντίκρισμα το πτυχίο στην αγορά εργασίας τότε σίγουρα ναι. Τι γίνεται στην πολύ συχνή περίπτωση που θέλετε πολύ να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας σπουδάζοντας κάτι που δεν έχει καλές προοπτικές; Τότε πρέπει να γνωρίζετε ότι θα συναντήσετε επαγγελματικές δυσκολίες, αλλά αν σας αρέσει πολύ η επιστήμη σας και είστε αποφασισμένοι, θα καταφέρετε τελικά να πετύχετε επαγγελματικά γιατί θα γίνετε καλοί επαγγελματίες.  Μην επιλέξετε όμως σπουδές απλά και μόνο γιατί το πτυχίο έχει «ζήτηση». Έτσι δημιουργούνται κακοί επαγγελματίες, που δεν αγαπούν την εργασία τους και φυσικά οι μελλοντικοί άνεργοι ακόμη και στον περισσότερα υποσχόμενο κλάδο…

© Στράτος Στρατηγάκης.