Ο διάλογος για τις εισαγωγικές σε ΑΕΙ-ΤΕΙ

του Στράτου Στρατηγάκη

 

Δημοσιεύτηκε 11/1/2009

 

Ο διάλογος για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση ξεκινά. Όμως, πριν από αυτό, θα έπρεπε να απαντηθούν πολλά άλλα ερωτήματα, που παραλήφθηκαν για να φτάσουμε στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση.
Πόσα από τα περίπου 100.000 παιδιά που γεννιούνται κάθε χρόνο θέλουμε να σπουδάζουν, τι να σπουδάζουν και γιατί; Όσοι δεν σπουδάζουν τι θα κάνουν; Έχουμε εναλλακτική πρόταση, όπως θα ήταν μια υγιής τεχνική παιδεία; Έχουμε αξιόπιστη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση;
Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος των κολεγίων; Μήπως θα μπορούσαν με επιτυχία να ασχοληθούν με την κατάρτιση, αντί να προσπαθούν να παριστάνουν τα πανεπιστήμια;
Θέλουμε τα πανεπιστήμια να βρίσκονται σε σύνδεση με την αγορά εργασίας και οι πτυχιούχοι να βρίσκουν εργασία ή θέλουμε να σπουδάζουν όλοι, χωρίς οι σπουδές να «οδηγούν» σε επάγγελμα;
Οι σπουδές σε δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να σημαίνουν και την εσωτερική μετανάστευση του φοιτητή για να ενισχυθεί η περιφέρεια ή θα στηριχτούμε σε άλλες πολιτικές για την ανάπτυξη της περιφέρειας;
Θέλουμε το Λύκειο να αποσυνδεθεί από τις εισαγωγικές εξετάσεις, για ποιο λόγο; Τι θα διδάσκεται στο Λύκειο, πώς και γιατί και πώς θα επιτευχθεί η αποσύνδεση από τον τρόπο εισαγωγής; Η πρόταση για την ύπαρξη προπαρασκευαστικού έτους και η εξέταση σε λίγα μαθήματα δεν αποσυνδέει τις εξετάσεις από το Λύκειο, αφού, προφανώς, οι σοβαρά ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι θ’ αρχίσουν την προετοιμασία τους ένα χρόνο νωρίτερα, πριν τελειώσουν  το Λύκειο, το οποίο θα αγνοούν, όπως γινόταν πάντα. Μια βόλτα σ’ ένα Λύκειο αρχές Μαΐου, εδώ και τριάντα χρόνια, θα μας κάνει να αντικρίσουμε την ίδια εικόνα ερήμωσης.
Όλα αυτά τα ερωτήματα, και άλλα πολλά, που δεν έχουν καν τεθεί,  πρέπει να απαντηθούν πριν φτάσουμε στη συζήτηση για τον τρόπο εισαγωγής, γιατί ο τρόπος εισαγωγής αποτελεί την τεχνική εφαρμογή των απαντήσεων σε όλα τα προηγούμενα ερωτήματα.
Ο διάλογος όμως ξεκίνησε από το τέλος. Η χρονική στιγμή είναι προφανής. Η λάθος αντιμετώπιση του θέματος δεν είναι προφανής. Όλοι οι Υπουργοί Παιδείας θέλουν να συνδέσουν το όνομά τους με την αλλαγή του εξεταστικού. Είναι, το εξεταστικό, κάτι που «καίει» την ελληνική οικογένεια, που αντιμετωπίζει τις σπουδές ως «όχημα» κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. Όταν αντιληφθεί ότι το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιουργεί υπερπληθυσμό πτυχιούχων με συνέπεια να μην υπάρχει ούτε κοινωνική ούτε οικονομική άνοδος, τότε θα προβληματιστεί σοβαρά. Πέρα από τις οικογένειες, που αγωνιούν για τα παιδιά τους, υπάρχουν και χιλιάδες άλλες οικογένειες που ζουν από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Πρόκειται για τους καθηγητές που εργάζονται στα φροντιστήρια και τους ιδιοκτήτες τους, τους καθηγητές του δημοσίου που παραδίδουν, παρανόμως, ιδιαίτερα μαθήματα, προετοιμάζοντας υποψηφίους, τους εκδοτικούς οίκους που εκδίδουν τα βοηθήματα, ακόμη και τις διαφημιστικές εταιρείες που διαφημίζουν όλα αυτά. Ο τζίρος τεράστιος -633 εκ€ το χρόνο, τον προσδιορίζει έρευνα του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ- κάνει χιλιάδες οικογένειες να αγωνιούν για το μέλλον τους. Η διεξαγωγή και μόνο των εξετάσεων κοστίζει στο κράτος 18 εκ. €. Το ενδιαφέρον για το σύστημα εισαγωγής είναι λοιπόν πολύ μεγάλο. Γι’ αυτό επικεντρώνεται σ’ αυτό η συζήτηση. Για την εκπαίδευση κανείς δεν συζητά, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται να σχεδιάσει, να προγραμματίσει και να οργανώσει το μέλλον των παιδιών μας…

 

© Στράτος Στρατηγάκης.