Αλλαγές στην παιδεία με ποια κατεύθυνση;

του Στράτου Στρατηγάκη

 

Δημοσιεύτηκε 13/12/2009

 

Εργαζόμαστε πολύ, παρ’ ότι προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Την τρίτη θέση στην Ευρώπη καταλαμβάνει η Ελλάδα πίσω από την Αυστρία και την Ισλανδία, όπως βλέπετε στον πίνακα. Παρ’ όλα αυτά ο Έλληνας εργαζόμενος λοιδωρείται ως τεμπέλης από τις τηλεοράσεις, στην προσπάθεια να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα.
Η Ελλάδα στήριξε την οικονομική της άνθιση στο φασόν, τις τουριστικές υπηρεσίες, τα μικρομάγαζα, τους αυτοαπασχολούμενους και την οικοδομή. Το φασόν  είναι εντάσεως εργασίας, ανειδίκευτης και φτηνής. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο, μετά την εμφάνιση στο παγκόσμιο προσκήνιο των χωρών της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, όπου εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται σε άθλιες συνθήκες για λιγότερο από 2$ την ημέρα. Αυτό το εργατικό δυναμικό ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να το ανταγωνιστούμε. Ανάλογη είναι η κατάσταση στις Βαλκανικές χώρες, πράγμα που οδήγησε στη μετακόμιση πολλές βιομηχανίες, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας.
Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ιδιοκτήτες των μικρομάγαζων εργάζονται πολύ σκληρά όλη τη μέρα για να κερδίσουν το μεροκάματό τους, λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού.
Ο τουρισμός μας είναι άναρχος, ακριβός για τους τουρίστες (να είναι καλά και το ευρώ, που κάνει τα πράγματα δυσκολότερα) και στηρίζεται περισσότερο σε οικογενειακές επιχειρήσεις, πράγμα που οδηγεί σε ατελείωτες ώρες εργασίας, ανακατεύοντας το χώρο εργασίας με το χώρο ζωής, τον ελεύθερο χρόνο με το χρόνο εργασίας.
Η οικοδομή άνθισε χωρίς κεφάλαια. Ο τρόπος που χτίζουμε τα σπίτια μας,  ευνοεί την χαμηλών κεφαλαίων ανάπτυξη, αφού οι εργολάβοι δεν χρειάζονται εξοπλισμό, ούτε μηχανήματα, να είναι καλά και η αντιπαροχή. Χρειάζονται μόνο φθηνούς εργάτες, που τους βρήκαν σε αφθονία από τη δεκαετία του 90 και μετά στους μετανάστες.
Η οικονομία μας έχει, λοιπόν, στη φθηνή εργασία και όχι στους εξειδικευμένους επιστήμονες. Η ελληνική οικογένεια έχει συνδέσει την κοινωνική της άνοδο με την πανεπιστημιακή μόρφωση των παιδιών της, κάτι που συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία του 80. Έτσι επένδυσε τις οικονομίες της στις σπουδές. Το σύστημα εισαγωγής δεν επέτρεπε τη μαζική είσοδο των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έτσι οι έλληνες φοιτητές έγιναν οι καλύτεροι «πελάτες» των ξένων πανεπιστημίων. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλη σημασία δίνουν τα ξένα πανεπιστήμια στους Έλληνες φοιτητές, διοργανώνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη εκθέσεις των πανεπιστημίων των χωρών τους για να αλιεύσουν Έλληνες φοιτητές. Στην ίδια λογική (να καλύψουν πραγματικές ανάγκες) κινούνται και τα κολέγια.
Μη μπορώντας να ρυθμίσει το ελληνικό κράτος τον αριθμό των πτυχιούχων, αιμορραγώντας  ταυτόχρονα με τα κεφάλαια που έφευγαν για σπουδές στο εξωτερικό, ανοίγει τις πόρτες των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ σε σχεδόν όλους.
Φτάνουμε λοιπόν στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα να έχουμε μεγάλο αριθμό πτυχιούχων και μια οικονομία ανίκανη να τους απορροφήσει. Δημιουργείται η γενιά των 700€. Βλέπουμε παιδιά με σοβαρές σπουδές να τηλεφωνούν στα σπίτια προσπαθώντας να πουλήσουν δάνεια, για λογαριασμό των τραπεζών.
Η αλήθεια είναι ότι αν υπήρχε έλλειψη πτυχιούχων αναγκαστικά οι αμοιβές τους θα ήταν υψηλές. Οι χαμηλές αμοιβές είναι η καλύτερη απόδειξη της μεγάλης προσφοράς πτυχιούχων και της αδυναμίας της οικονομίας μας να τους απορροφήσει.
Βέβαια υπάρχει και το ζήτημα της παραγωγής πτυχιούχων χωρίς σύνδεση με τις εξελίξεις της κοινωνίας μας, όπως για παράδειγμα η υπερπαραγωγή των θεολόγων. Αυτή όμως η αναντιστοιχία με την πραγματικότητα καλύπτεται από τους ξενιτεμένους φοιτητές μας, που δεν ξοδεύουν τα χρήματά τους παρά μόνο για τα πτυχία με αντίκρισμα.
Λογικό είναι λοιπόν, μετά απ’ όλα αυτά, η ανεργία των πτυχιούχων να τραβάει την ανηφόρα. Τι μπορεί να κάνει λοιπόν το μεγάλο πλήθος των πτυχιούχων που δεν μπορεί να απορροφηθεί από την αγορά εργασίας; Για να μην έχουμε παρεξηγήσεις πρέπει να τονίσουμε ότι μέρος των πτυχιούχων απορροφάται από την αγορά εργασίας, αλλά δεν γίνεται να απορροφηθούν όλοι, αφού η ελληνική αγορά εργασίας δεν έχει τόσες θέσεις εργασίας για πτυχιούχους.
Αναγκαστικά το μεγάλο πλεόνασμα των πτυχιούχων στρέφεται στο δημόσιο, μη έχοντας κάπου αλλού να απασχοληθεί. Τα νέα αυτά απελπισμένα παιδιά γίνονται και από πάνω αντικείμενο ειρωνείας από τους ιδεολόγους της οικονομίας της αγοράς, που ενώ δεν μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για να τους δώσουν δουλειά,  τα κοροϊδεύουν ότι ονειρεύονται να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι για να κάθονται όλη μέρα, χωρίς να είναι παραγωγικοί.
Το κράτος συναισθανόμενο την πίεση των πτυχιούχων και των οικογενειών τους, που ψηφίζουν άρα έχουν κάποια δύναμη, προσπαθεί να χωρέσει, όσους περισσεύουν από τον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο. Εφαρμόζει λοιπόν την ελαστική μορφή εργασίας με το σκεπτικό ότι για κάθε θέση εργασίας μπορεί να προσλάβει δύο μερικής απασχόλησης και φυσικά μερικής πληρωμής εργαζόμενους, δίνοντας ελπίδα μόνιμου διορισμού σε περισσότερους ανθρώπους, μειώνοντας τους δείκτες ανεργίας και παρουσιάζοντας κοινωνικό έργο.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι αλληλένδετο με την οικονομία μας. Δεν μπορεί να ευημερεί ο ένας κλάδος και να ασθενεί ο άλλο. Δεν γίνεται να σχεδιάζουμε την παιδεία μας από την αρχή, όπως τώρα με το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,  χωρίς να έχουμε όραμα ποια κοινωνία θέλουμε και σε ποιας μορφής οικονομία στοχεύουμε.

 

Εβδομαδιαίες ώρες εργασίας

 

2005

2006

2007

2008

Ευρωπαϊκή Ένωση (27 χώρες)

41,9

41,9

41,8

-

Ευρωπαϊκή Ένωση (15 χώρες)

41,8

41,8

41,8

-

Βουλγαρία

41,5

41,7

41,9

42,0

Τσεχία

42,8

42,8

42,8

42,7

Δανία

40,3

40,4

40,4

40,2

Γερμανία

41,5

41,8

41,7

41,7

Ιρλανδία

40,6

-

40,2

40,0

Ελλάδα

44,2

44,1

43,8

43,7

Ισπανία

42,3

42,2

42,0

41,9

Γαλλία

41,0

41,0

41,0

41,0

Ιταλία

41,2

41,1

41,1

41,1

Ολλανδία

40,7

40,9

40,9

40,8

Αυστρία

44,3

44,3

44,3

44,0

Πολωνία

43,2

43,0

42,9

42,7

Πορτογαλία

41,6

41,5

41,6

41,6

Φινλανδία

40,5

40,3

40,3

40,3

Σουηδία

41,1

41,0

41,0

40,9

Ηνωμένο Βασίλειο

43,2

43,0

43,0

43,0

Ισλανδία

47,2

47,4

47,1

46,1

Νορβηγία

39,3

39,4

39,2

39,2

Ελβετία

42,7

42,7

42,7

42,7

Πηγή: Eurostat

 

© Στράτος Στρατηγάκης.